Sporades Tv News

Η ενημέρωση απο τις Βόρειες Σποράδες SporadesNew SporadesTv

Το θαύμα της ομάδας που ξεπέρασε ακόμη και το παράδειγμα


Δύο δεκαετίες. Τόσο πήρε στην αποψινή αντίπαλο του Ολυμπιακού στη 2η αγωνιστική της League Phase του Europa League, στην Μπράγκα όχι μόνο να αλλάξει αμετάκλητα το στάτους και τη δυναμική της, αλλά πλέον να επαίρεται πως έχει ξεπεράσει τους (ποδοσφαιρικούς) μπαμπούλες του περιβάλλοντός της, αποτελώντας πλέον η ίδια το μέτρο σύγκρισης.

Έγινε – κάτι σαν – θρύλος. Ή ανέκδοτο. Εξαρτάται από την οπτική, τη σύγκριση με την πραγματικότητα. Για χρόνια, σε μια άλλη εποχή, η συνοδός ατάκα κάθε μεγαλεπήβολου ποδοσφαιρικού σχεδίου, είχε ως μέτρο και ως βάση την Πόρτο. “Να γίνουμε σαν την Πόρτο”. Πολλές φορές αυτό και μόνο έφτανε και περίσσευε, χωρίς κάποια εμβάθυνση, ανάλυση, τεκμηρίωση του τι είναι η Πόρτο και πως οι επίδοξοι μιμητές της θα γίνονταν κάπως σαν και αυτήν.

Ευτυχώς για τον ρεαλισμό και τη νοητική ισορροπία, η παγκοσμιοποίηση του αθλήματος σταμάτησε αυτή τη ματαιόδοξη, αβάσιμη και παντελώς εκτός οποιαδήποτε πραγματικότητας (και σοβαρότητας) “καραμέλα”. Εκεί όμως, στον πορτογαλικό βορρά, κάποιοι συντοπίτες των “δράκων”, προφανώς με τελείως διαφορετική προσέγγιση και φιλοδοξία, το είδαν αλλιώς, αντιμετώπισαν τη σύγκριση κυριολεκτικά, υπερβαίνοντας κατά πολύ τα όρια ακόμη και της πιο ευφάνταστης πρόκλησης.

Τόσο μπορούν να λένε πως – σε κάποια συγκεκριμένα επίπεδα – έχουν ξεπεράσει την Πόρτο. Τόσο που ίσως το παράδειγμα της αποψινής αντιπάλου του Ολυμπιακού, της Μπράγκα και το τι κατάφερε σε μόλις δύο δεκαετίες να είναι το πλέον χαρακτηριστικό. Όχι για το τι μπορεί κανείς να φαντάζεται, αλλά για το τι μπορεί να κάνει.

Το αφεντικό και αναμορφωτής, Αντόνιο Σαλβαδόρ

Από το 1955 ως το 1970 οι “αρσεναλίστας” υποβιβάστηκαν τρεις φορές. Η τελευταία επάνοδός τους στα σαλόνια έγινε το 1975 και από τότε δεν έχουν λείψει ποτέ από την Primeira Liga. Πάντα όμως συμβιβάζονταν με ρόλο και θέση εκεί, στη μέση της κατάταξης. Χωρίς να κοιτάνε ψηλότερα, αλλά πάντα χαμηλότερα.

Η πόλη απέχει 70 χιλιόμετρα από το Πόρτο. Πέραν του ντόπιου… μπαμπούλα, στον πορτογαλικό βορρά ο ποδοσφαιρικός συνωστισμός είναι έντονος και δεν άφηνε πολλά περιθώρια δράσης: Μποαβίστα, Γκιμαράες, Ζιλ Βισέντε, Μορεϊρένσε, Βιζέλα και εσχάτως η Φαμαλικάο, όλοι σε διάμετρο μιας ώρας πάνω κάτω δρόμου.

Για δεκαετίες, η Μπράγκα θεωρούνταν και αντιμετωπίζονταν ως ο θύλακας της Μπενφίκα στον βορρά, με τους φιλάθλους της να δηλώνουν – “από τις μεγάλες”… – υποστηρικτές των Λουζιτανών. Δεν υπήρχαν επιτυχίες (με την εξαίρεση ενός Κυπέλλου το ’66), δεν υπήρχε ταύτιση του κόσμου με την ομάδα, δεν υπήρχε φιλοδοξία.

Μοιραία, στις αρχές του 21ου αιώνα, στην καμπή δηλαδή της ποδοσφαιρικής αλλαγής (και στην Πορτογαλία), τα λογιών λογιών προβλήματα άρχισαν να φθείρουν σε σημείο επιβίωσης τον σύλλογο.

Έμεινε για μήνες χωρίς διοίκηση, η χρεωκοπία πλησίαζε και ως μόνη διέξοδος φάνταζε τότε ένας νεαρός, στα 33 του μόνο, ντόπιος επιτυχημένος επιχειρηματίας, δηλωμένος φίλαθλος της ομάδας και φανατικός ποδοσφαιρόφιλος, με διοικητική μάλιστα εμπειρία – σε μικρότερες κατηγορίες – από όταν ήταν 17 χρονών.

Ο Αντόνιο Σαλβαδόρ.

Προσκλήθηκε, κυριολεκτικά, να αναλάβει πρόεδρος. Να πάρει μια δουλειά που τότε κανείς δεν ήθελε. Ρομαντικός, τρελός ή φιλόδοξος, ό,τι και αν ήταν, τη δέχτηκε και τον Φεβρουάριο του 2003 ανέλαβε τα διοικητικά ηνία, παραμένοντας ως και σήμερα το αφεντικό της Μπράγκα και όντας ο άνθρωπος που προσωποποίησε τη ριζική αλλαγή πορείας, στάτους και δυναμικής της.

Πρώτη του δουλειά; Να αποφευχθεί ο υποβιβασμός, αφού η Μπράγκα όταν ανέλαβε τέτοια μάχη, παραμονής, έδινε. Επιτεύχθηκε. Δεύτερη; Η δήλωση με τη μετακόμιση στο νεότευκτο ελέω του Euro 2004 Δημοτικό Στάδιο της Μπράγκα, ένα πανέμορφο γήπεδο, μια ιδιοφυή αρχιτεκτονική σύλληψη, με τον περίφημο βράχο να διατηρείται και να δεσπόζει, αντί ενός πετάλου.

Σε μια πόλη που τότε δεν ξεπερνούσε τις 150.000 κατοίκους, σε μια ομάδα που τότε δεν είχε πάνω από 20.000 socios (τα μέλη της δηλαδή, τα οποία είναι αυτά που καθορίζουν, το ποιος θα διοικεί), με μέσο όρο προσέλευσης που με το ζόρι ξεπερνούσε τις 11.000, ένα γήπεδο χωρητικότητας 30.000 έμοιαζε πολυτέλεια.

Αποδείχτηκε απλώς το πρώτο βήμα.

ISO προπονητικής επάρκειας και δυναμικής

Στα 21 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει η Μπράγκα, δεν τερμάτισε στην πρώτη τετράδα του πορτογαλικού πρωταθλήματος μόλις τρεις φορές. Σε μία παραπάνω, μπόρεσε και έσπασε το… τρίπολο (Πόρτο, Μπενφίκα, Σπόρτινγκ), φτάνοντας αυτή στην πρώτη τριάδα της, με το ζενίθ της να είναι η 2η θέση της σεζόν 2009-10.

Κατέκτησε δύο ακόμη Κύπελλα Πορτογαλίας (και τρία Λιγκ Καπ), παίζοντας σε τέσσερις συνολικά τελικούς, έπαιξε – και έχασε από την Πόρτο – τελικό Europa League (2011), συμμετείχε τρεις φορές σε φάση ομίλων του Champions League, φτάνοντας άλλες δύο φορές στα προημιτελικά του Europa League.

Ο Σαλβαδόρ αρχικά και κυρίως, αλλά και σταδιακά η οργανωτική δομή που ολοένα και περισσότερο διευρύνονταν, διακρίθηκαν για τη διορατικότητά στις επιλογές προπονητών.

Μπορεί με αρκετούς να τα “έσπασε”, μπορεί ελάχιστοι να ανέχτηκαν την παρεμβατικότητα και τον τρόπο διοίκησής του (ο νυν της Μπράγκα, ο Κάρλος Καρβαλιάλ θεωρείται ο μόνος που έχει βρει το κουμπί του, γι’ αυτό και άλλωστε τρεις φορές του έχει αναθέσει την τεχνική ηγεσία), αλλά από το Municipal αναντίρρητα αναδείχθηκαν κυρίαρχες προπονητικές φιγούρες στο ποδοσφαιρικό στερέωμα αυτές τις δύο δεκαετίες.

Τόσο που πλέον ακόμη και απλώς η επιλογή του οποιουδήποτε για τον πάγκο της Μπράγκα, κεντρίζει την προσοχή και το ενδιαφέρον όλων. Προσφέρει ουσιαστικά… ISO επάρκειας, προοπτικής, καταλληλόλητας και εξέλιξης, ανάλογα την στιγμή που κάποιος αναλαμβάνει τα ηνία των “αρσεναλίστας”.

Πιο χαρακτηριστικές επιλογές της Μπράγκα από τις ακόλουθες και την πορεία που πήρε η καριέρα τους μετά τη θητεία τους εκεί, δεν υπάρχουν.

Ζεσουάλδο Φερέιρα: Από ομάδα υποβιβασμού τη μετέτρεψε και τη σταθεροποίησε σε ομάδα τετράδας στην πρώτη τριετία του Σαλβαδόρ.

Ζόρζε Ζεσούς: Έναν χρόνο στον πάγκο, κέρδισε το (τελευταίο) Ιντερτότο το 2009.

Ντομίνγκος Πασιένσια: Οδήγησε την Μπράγκα στον τελικό του Europa League.

Λεονάρντο Ζαρντίμ: Εμφανίστηκε από το… πουθενά, έφερε την Μπράγκα 3η το 2012, με σερί 15 νικών στο πρωτάθλημα, τα έσπασε με τον Σαλβαδόρ και έλυσε το συμβόλαιό του για να έρθει λίγους μήνες αργότερα στον Ολυμπιακό.

Σέρτζιο Κονσεϊσάο: Και το δικό του προπονητικό διαβατήριο η μονοετής θητεία του (2014-15) στον πάγκο. Οι “αρσεναλίστας” τερμάτισαν 4οι, έπαιξαν τελικό Κυπέλλου, ο Κονσεϊσάο όμως απολύθηκε γιατί… η συμπεριφορά του δεν άρεσε στον πρόεδρο.

Πάουλο Φονσέκα: Τον διαδέχτηκε ο νυν τεχνικός της Μίλαν. Διατήρησε το στάτους στο πρωτάθλημα, κερδίζοντας το Κύπελλο μετά από 50 χρόνια στην πρώτη και μόνη σεζόν του (2015-16), ακολουθώντας έκτοτε διεθνή σταδιοδρομία.

Αμπέλ Φερέιρα: Ξεκίνησε από τη Μπράγκα Β’, μετά από δύο χρόνια προβιβάστηκε στην πρώτη ομάδα και παρότι διαχειρίστηκε ένα από τα κατά τεκμήριο μετριότερα ρόστερ της εποχής Σαλβαδόρ, με ενδιάμεσο σταθμό την Ελλάδα και τον ΠΑΟΚ, έφτασε να κυριαρχεί πλέον στον πάγκο της Παλμέιρας.

Ρούμπεν Αμορίμ: Ο πλέον ανερχόμενος παγκοσμίως τεχνικός, ο… alien όπως αποκαλείται στους κύκλους του για τη μεθοδολογία και τις ιδέες του, είναι προπονητικό γέννημα θρέμμα της Μπράγκα. Στον πάγκο της πρώτης ομάδας έκατσε μόλις μισή σεζόν, από τον Ιανουάριο ως τον Μάιο του ’20, πριν μετακομίσει στην Σπόρτινγκ.

Αρτούρ Ζόρζε: Ο τελευταίος (μέχρι τον επόμενο). Για δύο χρόνια στον πάγκο της (από το 2022 ως το ’24), την οδήγησε στην τρίτη συμμετοχή σε ομίλους Champions League, έσπασε ιστορικά ρεκόρ συλλόγου στο πρωτάθλημα και πλέον προπορεύεται με την Μποταφόγκο στο πρωτάθλημα Βραζιλίας.

Πέραν όσων αφορούν τους προαναφερθέντες και την εξέλιξή τους μέσω της Μπράγκα, το πρόδηλα χαρακτηριστικό και της προόδου του συλλόγου προκύπτει από τον τρόπο που καρπώθηκε τη δυναμική κάποιων από τους συγκεκριμένους προπονητές.

Κανείς τους δεν είχε αποδοχές μεγαλύτερες των 500.000 ευρώ. Για την ακρίβεια αυτό ήταν το οικονομικό ταβάνι που οριοθέτησε ο Αρτούρ Ζορζέ, αναπροσαρμόζοντας το συμβόλαιό του, μετά την πρώτη του σεζόν στην Μπράγκα.

Χαρακτηριστικό ότι ο Αμπέλ Φερέιρα, πριν έρθει στον ΠΑΟΚ, εισέπραττε 250.000 ευρώ ετησίως.

Και από εκεί και πέρα, αρχίζουν οι… πωλήσεις προπονητών. Η Μπράγκα εισέπραξε 700.000 ευρώ για να αποδεσμεύσει τον Ζεσούς το 2009, άλλα 2,5 εκατομμύρια για να αφήσει τον Φερέιρα να έρθει στην Τούμπα.

Το αποκορύφωμα όλων ήταν τα 10 εκατομμύρια που πλήρωσε η Σπόρτινγκ για να πάρει στο “Αλβαλάδε” τον Αμορίμ, ο οποίος – επαναλαμβάνεται – είχε εμπειρία πρώτου προπονητή κορυφαίας κατηγορίας μόλις μισή σεζόν.

Αντίτιμο που τον έφερε στην 3η θέση των προπονητών για τους οποίους έχουν δοθεί τα περισσότερα χρήματα στην ιστορία, πίσω μόνο από τον Αντρέ Βίλας Μπόας (έναντι 15 εκατ. ευρώ πήγε από την Πόρτο στην Τσέλσι) και τον Μπρένταν Ρότζερς (έναντι 10,5 εκατ. πήγε από τη Σέλτικ στη Λέστερ).

Το γαϊτανάκι των εισπράξεων συνεχίστηκε με τον Αρτούρ Ζόρζε, για τον οποίο η Μποταφόγκο έδωσε 3 εκατομμύρια τον περασμένο Απρίλιο.

Η Αθλητική Πόλη και οι ακαδημίες

Ταυτισμένη πλέον η Μπράγκα ως ομάδα που πουλάει πανάκριβα. Δεν ήταν έτσι. Δεν είναι, απλώς έτσι. Θυμηθείτε το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται και τον… μπαμπούλα (Πόρτο) που κυριαρχούσε στο περιβάλλον της (κρατήστε τον αόριστο).

Πρώτο μέλημα του Σαλβαδόρ ήταν να προσπαθήσει να πατήσει στη γειτονιά. Αλλού, μακρύτερα, δεν γίνονταν να στοχεύει. Γύρω γύρω πρώτα. Και εκεί, σταδιακά, να γίνει ισότιμος παίκτης.

Πολλαπλά τα ζητούμενα δράσης εδώ. Πρώτο, να βρει το ταλέντο νωρίτερα από κάθε άλλον. Δεύτερο, να το αξιολογήσει. Τρίτο, να πείσει πως διαθέτει ό,τι χρειάζεται για την ανατροφή, την εκπαίδευση ως το επαγγελματικό επίπεδο για να το κάνει δικό του και τελευταίο – πολύ τελευταίο – τις κατάλληλες διασυνδέσεις (για όταν έρθει η ώρα) για το επόμενο βήμα.

Επανδρώθηκε τμήμα scouting. Αδιαφορώντας για οτιδήποτε νοτιότερα της Μπράγκα. Μόνο στον πορτογαλικό βορρά ήθελαν οι “αρσεναλίστας” να μην υπάρχει κανένα πιτσιρίκι που δεν είχαν χαρτογραφήσει. Από μερικής απασχόλησης στην αρχή, πλέον απασχολούν 25 full time σκάουτς, αποκλειστικά εντεταλμένους για τη συγκεκριμένη περιοχή (τους).

Το 2017 ολοκληρώθηκε το πρώτο στάδιο του Cidade Desportiva SC Braga, της – κυριολεκτικά όπως και σημαίνει – “Αθλητικής Πόλης της Μπράγκα”. Και είναι όντως τέτοια, πόλη.

Περιλαμβάνει επτά γήπεδα ποδοσφαίρου κανονικών διαστάσεων (5 με φυσικό χλοοτάπητα, 2 με συνθετικό), ένα για 7×7 και ένα για beach football (στο οποίο η Μπράγκα, παρότι δεν βρίσκεται σε παραθαλάσσια πόλη, έχει πρωταθλήτρια ομάδα).

Διαθέτει (60 – και με αυξητική τάση κάθε χρόνο) κοιτώνες τόσο για την πρώτη ομάδα όσο και για κάθε ηλικιακή ομάδα από τα 14 και πάνω, γυμναστήρια, φυσιοθεραπεύτρια, ιατρεία, διοικητήριο, μέχρι και χώρους για φροντιστήρια. Μέχρι τα 14 τους, στις ακαδημίες εντάσσονται παιδιά που μένουν κοντά ώστε να πηγαίνουν σχολείο τα πρωινά, να μένουν με τις οικογένειές τους και μετά, απόγευμα πλέον, να κάνουν προπονήσεις.

Τους επόμενους μήνες, μέσα στο 2025 οπότε και συμπληρώνονται 100 χρόνια ζωής για την Μπράγκα, εντός της “Πόλης” θα εγκαινιαστεί γήπεδο 2.500 θέσεων που θα φιλοξενεί τους αγώνες της δεύτερης ομάδας των “αρσεναλίστας”, αλλά και της γυναικείας ομάδας του συλλόγου.

Σε κάθε ηλικιακό γκρουπ υπάρχει πλήρες προπονητικό επιτελείο, στελεχωμένο με γυμναστή, διατροφολόγο, αναλυτή. Η συνεργασία και η αξιολόγηση των ποδοσφαιριστών αγαστή και με συγκεκριμένο πλέον μονοπάτι. Οι πλέον ξεχωριστοί, ανεξαρτήτως ηλικίας, χαρακτηρίζονται ως PEP, “Potential Elite Players” (“Δυνητικά Ελίτ Ποδοσφαιριστές”) και ακολουθούν, ξεχωριστό, εξατομικευμένο και ανάλογα τη θέση και τα χαρακτηριστικά τους, επιπλέον προπονητικό πρόγραμμα.

Ετησίως η Μπράγκα αφιερώνει στις ακαδημίες της πάνω από 5 εκατομμύρια, πόσο που ξεπερνάει το 10% του ετήσιου μπάτζετ της. Πριν δυόμιση χρόνια, όταν έφτασε στα προημιτελικά του Europa League – πάλι με τον Κάρλος Καρβαλιάλ στον πάγκο – είχε στο ρόστερ 15 ποδοσφαιριστές προερχόμενους από τις ακαδημίες (μεταξύ αυτών και τον Νταβίδ Κάρμο), έχοντας το νεαρότερο ρόστερ μεταξύ των οκτώ εναπομεινασών ομάδων της τότε διοργάνωσης.

Οι πωλήσεις των γηγενών και το Κατάρ

Αυτονόητο πως δεν θα επιτυγχάνεται πάντα κάτι τέτοιο, εύλογο πως δεν αποτελεί κιόλας το αποκλειστικό διακύβευμα των “αρσεναλίστας”. Τότε, την άνοιξη του ’22 ο Καρβαλιάλ έλεγε πως στόχος του συλλόγου είναι να κατακτήσει το πρωτάθλημα (από τα 90 που έχουν γίνει, τα 88 έχουν καταλήξει σε Μπενφίκα, Πόρτο και Σπόρτινγκ) εντός της επόμενης πενταετίας.

Από τότε, ο τεχνικός διευθυντής Αντόνιο Περέιρα δήλωνε, άφοβα και χωρίς να αντικρουστεί, πως σε επίπεδο ακαδημιών, υποδομών, σύνδεσης με την πρώτη ομάδα, scouting και προτεραιοποίησης, η Μπράγκα έχει ξεπεράσει τον… μπαμπούλα (Πόρτο).

Και, επίσης, ανταποδοτικά. Παιδιά των ακαδημιών, αποφέρουν πλέον δεκάδες εκατομμύρια: ο Βιτίνια 32 από τη Μαρσέιγ ο Τρινκάο 31 από την Μπαρτσελόνα, ο Κάρμο 20 από την Πόρτο. Αυτές αποτελούν και τις τρεις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία της Μπράγκα, η οποία μόνο την τελευταία δεκαετία έχει κάνει 27 άνω των 5 εκατ. ευρώ και δέκα άνω από 10.

Πασιφανές το οικονομικό όφελος, επισημαίνεται ενισχυτικά και σε σχέση με τον άμεσο, τοπικό ανταγωνισμό. Την ώρα που οι “δράκοι” μετράνε εκατοντάδες εκατομμυρίων σε ζημιές, η Μπράγκα έκλεισε λογιστικά την χρονιά με κέρδη που άγγιξαν τα 30 εκατομμύρια. Κάτι που, εκεί πάνω κάτω, αποτελεί και μόνιμη καταγραφή για πάνω από δέκα χρόνια.

Και εκτός των υπολοίπων, η περαιτέρω χρηματοδότηση έχει διασφαλιστεί όταν από τον Οκτώβριο του 2022, το Qatar Sports Investments, το fund δηλαδή που ελέγχεται από το Εμιράτο του Κατάρ (και έχει στο χαρτοφυλάκιο του την Παρί Σ.Ζ.) απέκτησε το 21,67% των μετοχών του συλλόγου έναντι 80 εκατομμυρίων, χωρίς να διακυβεύεται στο ελάχιστο το (ιερό πλέον για την τοπική κοινωνία, καθώς μέσα από την εξέλιξη του club συνδέθηκε απόλυτα μαζί του) διοικητικό και ιδιοκτησιακό status quo του συλλόγου.

Τα μέλη, οι socios – που αυξήθηκαν και πλέον προσεγγίζουν τις 30.000, έχοντας σε αυτές τις δύο δεκαετίες υπερδιπλασιάσει τον μέσο όρο προσέλευσης στα παιχνίδια της Μπράγκα – είναι εκείνοι που βάσει καταστατικού διατηρούν τον απόλυτο έλεγχο, κάτι που δια νόμου στην Πορτογαλία δεν μπορεί να ανατραπεί (ούτε καν… για το κράτος του Κατάρ).

Πρόδηλη η διάθεση περαιτέρω επέκτασης. Πάντα έχοντας ως μπούσουλα και οδηγό το πως έχει φτάσει η Μπράγκα όχι να θεωρείται ισότιμη της Big-3 (δεν θα μπορούσε ιστορικά), αλλά τουλάχιστον να είναι παραπάνω από αξιόπιστος, συνεπής και πολύ επικίνδυνος δελφίνος, ανταγωνιστής και που πλέον, σε κάθε τομέα, οπουδήποτε, θα τεκμηριώνει όλα αυτά τα εντυπωσιακά βήματα εξέλιξής της μέσα σε 20 χρόνια.

Και που αποτελεί, αυτή πια, κατοχυρωμένο και αναγνωρισμένο απανταχού, παράδειγμα.



Source link