Πριν από εικοσιπέντε χρόνια, στις 8 Ιουνίου 2000, ο Στρατιωτικός Ακόλουθος της Βρετανικής Πρεσβείας των Αθηνών, Ταξίαρχος Saunders, δολοφονήθηκε εν ψυχρώ ενώ οδηγούσε μόνος του προς τη δουλειά του. Ο οδηγός του φέρεται να ήταν πολύ άρρωστος για να οδηγήσει. Πρόσφατες αναφορές στον ελληνικό τύπο[1] αναφορικά με το μνημόσυνο του Ταξίαρχου δεν δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα, εξ’ ου και το παρόν άρθρο που αναφέρεται στις δραστηριότητες του εν λόγω αξιωματούχου στη διάρκεια των τελευταίων ημερών του και την κατοπινή μου έρευνα γύρω από τις συνθήκες του φόνου του, η οποία υποδεικνύει ότι παραμένουν αναπάντητα ερωτήματα.
Το τσίμπημα του φιδιού
Τον Απρίλιο του 2000, ένας πρώην αξιωματικός του Ελληνικού Ναυτικού με πληροφόρησε ότι στον κήπο του θείου του βρισκόταν ο τάφος ενός Βρετανού στρατιώτη. Τηλεφώνησα στον Saunders, ο οποίος μου υπέδειξε να του στείλω την υπόθεση με φαξ. Ακολουθούν τα εξ εμού σταλθέντα στις 24 Απριλίου:
‘Αγαπητέ Ταξίαρχε,
αναφορικά με τον JAMES WOOD:
o Γιώργος ********** (ο πρώην αξιωματικός του Ναυτικού) με ενημέρωσε μόλις για τα ακόλουθα:
“το καλοκαίρι του 1941, ο θείος του **********, Δημήτριος *******, συνέδραμε τέσσερα μέλη του Βρετανικού Στρατού στο σπίτι του – Αγία ***** *********, ****** (14 χιλιόμετρα από την Παλαιά Επίδαυρο). Τρία από τα μέλη αναχώρησαν – πιθανώς για την Κρήτη. Ένας από αυτούς λεγόταν George Ardin [Arden?]. Τους κυνηγούσε ο Γερμανικός Στρατός.
Ο James Wood παρέμεινε [δε γνωρίζω γιατί], δαγκώθηκε από ένα φίδι και πέθανε. Ετάφη στον κήπο. Είναι ακόμα εκεί.
Είχε ένα αστέρι [Ανθυπολοχαγός/], ήταν 20 [?] ετών, είχε ένα χρυσό δόντι και ύψος 1.80. Έχει, ή είχε, μια αδερφή. Οι γονείς του είχαν μια μικρή επιχείρηση [εργαστήριο?] στην Αγγλία.
Πριν από λίγα χρόνια, ήρθαν κάποιοι άνθρωποι αναζητώντας τον James Wood.
Ο Γιώργος ********** (αναφερθείς παραπάνω) είναι ανιψιός του Δημητρίου *******. […] Νομίζω ότι κάποιος που μιλάει Ελληνικά θα πρέπει να έρθει σε επαφή μαζί του.
Ειλικρινά,
Δρ. Ουίλιαμ Μάλλινσον’
Την επόμενη μέρα (26 Απριλίου), απέστειλα τα παρακάτω στον Σόντερς, με φαξ:
‘Ο Γιώργος ********** (ανιψιός του Δημήτριου *******) μου τηλεφώνησε μόλις για να με πληροφορήσει ότι ο James Wood πέθανε το καλοκαίρι του 1942, όχι του 1941, λίγες μέρες μετά την αποχώρηση των συντρόφων του. Αυτό σημαίνει ότι οι σύντροφοι κρύφτηκαν από τους Γερμανούς για τουλάχιστον ένα χρόνο.
Ο ******* έχει, νομίζω, ένα ή δύο έγγραφα.
Ειλικρινά,
Καθηγητής Ουίλιαμ Μάλλινσον’
Ο Saunders με ενημέρωσε τότε ότι είχε επισκεφτεί τον τάφο και ότι θα δρομολογούσε εξελίξεις. Οι σχέσεις μας διακόπηκαν απότομα, λόγω του θανάτου του. Τι είχε συμβεί λοιπόν;
Η δική μου θέση και η υπόθεση του φρουρού της Βρετανικής Πρεσβείας
Η τρομοκρατία, ειδικά με τη μορφή της διαβόητης – αν και πλέον διαλυμένης- Επαναστατικής Οργάνωσης της 17 Νοέμβρη, δεν έχει αποφύγει τις εικασίες σχετικά με την αγγλοσαξονική ανάμειξη στα ελληνικά πράγματα. Η οργάνωση, που πήρε το όνομά της από την ημερομηνία των διαδηλώσεων και της εξέγερσης του 1973, οι οποίες οδήγησαν στην ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωαννίδη (βλ. Κεφάλαιο Τρίτο), ξεκίνησε τις κατά συρροή δολοφονίες της το 1975 εκτελώντας τον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, αφότου ένα άρθρο στην εφημερίδα Athens News αποκάλυψε την διεύθυνσή του. Το γεγονός ότι η εφημερίδα γνώριζε τη διεύθυνση υποδηλώνει ότι ήταν σκιώδεις δυνάμεις στους κόλπους του ελληνικού κρατικού μηχανισμού που την είχαν παράσχει. Το 23ο – και τελευταίο – θύμα της οργάνωσης αποτέλεσε ο Βρετανικός Στρατιωτικός Ακόλουθος, Stephen Saunders, ο οποίος, στις 8 Ιουνίου 2000, οδηγούσε ο ίδιος για τη δουλειά του, αφού ο οδηγός του ήταν κατά τα φαινόμενα άρρωστος. Ο Saunders ήταν καθ οδόν προς διαπραγματεύσεις για πιθανές πωλήσεις όπλων (κυρίως τανκς) στην Ελλάδα, αλλά έπεσε θύμα ενέδρας και εκτελέστηκε από άντρα επιβαίνοντα σε μοτοσυκλέτα, ενώ πλησίαζε σε μια υπόγεια διάβαση. Ασυνήθιστα, στους αξιωματικούς της Scotland Yard επετράπη η είσοδος στη χώρα προκειμένου να διερευνήσουν την υπόθεση. Αργότερα, μια εκτενής αγγελία δημοσιεύτηκε στην Athens News (η οποία μέχρι τότε είχε μετατραπεί σε πλήρως καθεστωτική και αντικείμενο βρετανικής και αμερικανικής επιρροής), προσφέροντας αμοιβή για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψη των μελών της 17 Νοέμβρη. Στα τέλη του καλοκαιριού του 2002, ένα μέλος της οργάνωσης τραυματίστηκε κατόπιν έκρηξης βόμβας την οποία μετέφερε, πράγμα που οδήγησε σε μια εντυπωσιακή σειρά ομολογιών και συλλήψεων. Η βόμβα δεν είχε προφανώς αρκετή ισχύ για να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά. Ένα τμήμα των μέσων ενημέρωσης αναρωτήθηκε πώς μια τόσο επιτυχημένη και αποτελεσματική οργάνωση μπόρεσε να καταρρεύσει σαν τραπουλόχαρτο.
Και η ιστορία δεν τελείωνε εκεί: φημολογείται ότι ένας φρουρός της πρεσβείας, ο Anthony Dunford, επιχείρησε να αυτοκτονήσει στις 23 Ιουνίου 2000, δύο εβδομάδες μετά τη δολοφονία του Saunders, γράφοντας σε μια επιστολή ότι ένιωθε τύψεις που δεν είχε ενημερώσει τον Σόντερς αναφορικά με δύο επιβαίνοντες σε μια μοτοσυκλέτα οι οποίοι παρακολουθούσαν την πρεσβεία. Ένας μείζων τηλεοπτικός σταθμός, ο Αντέννα, επισκέφτηκε το σπίτι του φρουρού και μαγνητοσκόπησε τη γυναίκα του που κρατούσε την επιστολή, η οποία κατέληγε με τα λόγια “Υ. Γ. Είθε να συγχωρήσει ο Θεός τη χώρα μου που σκοτώνει τα παιδιά της.” Η επιστολή παρουσιάστηκε στα νέα του Αντέννα εκείνη τη μέρα. Η υπόθεση αποσιωπήθηκε μετά (παρόλο που μπορεί να αναρωτηθεί κανείς ποιος ήταν που έδωσε τη διεύθυνση του Dunford στον Αντέννα, ίσως η σύζυγός του;), ενώ την εκστρατεία αποσιώπησης ανέλαβε ο αρχηγός της ΜΙ6 στην Αθήνα, Nicholas Langman,[2] ο οποίος δούλεψε νυχθημερόν, προτού λάβει σαββατική άδεια. Το έργο του βοηθούσε αδιάκοπα η Επικεφαλής Πληροφοριών, Alessandra Flessati (βλ. παρακάτω). Αρκετά μέλη του προσωπικού της πρεσβείας έλαβαν μετάθεση στο πλαίσιο αυτού που κάποιοι υποπτεύθηκαν ως συγκάλυψη.
Όταν ο Ντάνφορντ ανάρρωσε τρεις μέρες αργότερα, μεταφέρθηκε κακήν κακώς από το νοσοκομείο στην πρεσβεία. Απ’ ό,τι φαίνεται, κανείς στα μέσα ενημέρωσης δεν είχε το κουράγιο να ρωτήσει τον Dunford τι εννοούσε με το υστερόγραφό του, ή αν είχε σκηνοθετήσει την απόπειρα αυτοκτονίας, για να προστατεύσει τον εαυτό του από σκοτεινές δυνάμεις θέτοντας τον εαυτό του στο φως της δημοσιότητας. Σύμφωνα με την πρεσβεία, ο ίδιος είχε εργαστεί εκεί για δεκαέξι χρόνια ως τοπικά απασχολούμενο προσωπικό, πράγμα ιδιαίτερα ασυνήθιστο, αφού οι Βρετανοί φρουροί στέλνονται από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Όταν τηλεφώνησα στον Ντάνφορντ για να τον ρωτήσω για την υπόθεση, μου απήντησε ως εξής: “Λυπάμαι… δεν μπορώ να μιλήσω…είναι η δουλειά μου…επικοινωνήστε με το τμήμα τύπου της πρεσβείας.” Όταν ρώτησα την Flessati, μου αποκρίθηκε απλώς ότι η πρεσβεία δεν συζητούσε υποθέσεις του προσωπικού της.
Η γυναίκα του Saunders, Heather, ήταν δυσαρεστημένη με το γεγονός ότι η βαθμίδα προστασίας ασφαλείας του άντρα της δεν είχε αναβαθμιστεί, παρόλο το γεγονός ότι ο Dunford και ο Langman γνώριζαν τους κινδύνους. Μάλιστα, η συμβουλή να αυξηθεί η προστασία του Σόντερς μπορεί να είχε αγνοηθεί – επιμελώς ή απλά αφελώς.
Μη όντας ικανοποιημένος, επισκέφτηκα τον Διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Παύλο Αποστολίδη,[3] ο οποίος ήταν ο πρώτος που είχε δηλώσει ότι η δολοφονία του Saunders μπορούσε να εξηγηθεί από την επιθυμία της 17 Νοέμβρη να σκοτώσει ένστολο. Θεώρησα την εξήγηση μάλλον ανεπαρκή. Ο ίδιος ανέλαβε μετά να εντοπίσει τα πλάνα του Αντέννα που περιείχαν την επιστολή του Dunford. Δεν μπόρεσε να το κάνει. Στη συνέχεια ήπια καφέ με έναν υπάλληλο του Αντέννα, ο οποίος δεν μπόρεσε να βρει τα πλάνα, αλλά πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση πίεζε το κανάλι για την καθυστέρησή του στην καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών.
Υπήρξαν φυσικά αρκετές εικασίες για την υπόθεση Saunders. Μία ανόητη κουτσομπολίστικη φήμη έφτασε σε εμένα μέσω ενός ανόητου Αμερικανού καθηγητή ενός μεγάλου ιδιωτικού αμερικανικού κολλεγίου με δεσμούς με την αμερικανική κυβέρνηση, στο οποίο τύχαινε να διδάσκω την εποχή εκείνη. Η φήμη ήταν ότι οι Saunders και Dunford διατηρούσαν ερωτική σχέση. Η Βρετανική Πρεσβεία, λοιπόν, διεξήγαγε, όπως με πληροφόρησε ένας τοπικά απασχολούμενος γνωστός μου στην πρεσβεία (που από τότε βγήκε στη σύνταξη), μια φρενήρη εκστρατεία δημοσίων σχέσεων προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή από την όλη υπόθεση, να εξευμενίσει τη σύζυγο του Saunders και να κρατήσει τον Dunford μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Μέλη του προσωπικού της πρεσβείας έλαβαν μετάθεση, μάλλον γρήγορα. Σίγουρα η επίδειξη της επιστολής από τη σύζυγο του Dunford στην τηλεόραση θα πρέπει να έφερε την πρεσβεία σε δύσκολη θέση. Ο Dunford παρέμεινε στην πρεσβεία, πιθανώς για να είναι ασφαλής και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θα μιλούσε στα μέσα ενημέρωσης. Η σύζυγός του στη συνέχεια πέθανε από καρκίνο και ο Dunford πιο πρόσφατα, στην Αγγλία.
Υπάρχει, εν τούτοις, περισσότερο ζουμί στην υπόθεση απ’ ό,τι δείχνουν τα παραπάνω. Σύμφωνα με το Γραφείο Εξωτερικών, Κοινοπολιτειακών Υποθέσεων και Ανάπτυξης (FCDOA), σύζυγος της Francesca Flessati υπήρξε ο Nicholas Foster [τον οποίο γνώρισε όταν εργαζόταν στη Βρετανική Πρεσβεία στην Μόσχα, στην οποία εργαζόταν και ο ίδιος]. Σύμφωνα με το FCDOA, στην Flessati απονεμήθηκε ο τίτλος ΟΒΕ του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας το 2003 για τη συνεισφορά της στην προσπάθεια να έρθουν ενώπιον της δικαιοσύνης οι τρομοκράτες της οργάνωσης 17 Νοέμβρη. Ως επικεφαλής του Τμήματος Πολιτικών και Δημοσίων Υποθέσεων της Βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα (1999-2003), η Flessati συνεργάστηκε ακούραστα με τις ελληνικές αρχές, τους αξιωματικούς αντιτρομοκρατίας της Σκότλαντ Γιαρντ και τα μέσα ενημέρωσης. Αφού οι δράστες δικάστηκαν με επιτυχία το 2003, η Flessati παρέμεινε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, έχοντας την ευθύνη για τη συνεργασία του Ηνωμένου Βασιλείου με την ελληνική κυβέρνηση στους τομείς της αντιτρομοκρατίας και της ασφάλειας, για τη διοργάνωση.[4] Ο σύζυγός της, ο οποίος τοποθετήθηκε στην Μόσχα το 1992, εστάλη κατόπιν στην Αθήνα το 1998 και τελικά στο Λονδίνο το 2003. Υπήρξε, εν τούτοις ένας ακόμα χαρακτήρας, ο προαναφερθείς Nicholas John Andrew Langman: μετά την τοποθέτησή του στο Παρίσι (όπου βίωσε τα δυσάρεστα γεγονότα του θανάτου της Πριγκίπισσας Νταϊάνα), μεταφέρθηκε στη συνέχεια στην Αθήνα, όπου συμμετείχε σε δραστηριότητες αντιτρομοκρατίας (οι οποίες περιλάμβαναν την κακομεταχείριση Πακιστανών υπόπτων για τρομοκρατία). Η ταυτότητά του αποκαλύφθηκε στα τέλη του 2005 από το Private Eye και μέρος των ελληνικών μέσων ενημέρωσης.[5] Εγείρεται, λοιπόν, το ερώτημα αν οι Foster και Langman είναι το ίδιο πρόσωπο. Αν όχι, τότε τα μικρά ονόματά των δύο θα πρέπει να αποτελούν περίεργη σύμπτωση.[6]
Πίσω στον τάφο
Στις 17 Μαΐου του 2003, τηλεφώνησα στο διάδοχο του Saunders, τον Αμυντικό και Ναυτικό Ακόλουθο της Βρετανικής Πρεσβείας, Υποπλοίαρχο James Wills, για να μάθω τι είχε συμβεί στη σωρό του David Wood. Υπέβαλα, επίσης, μερικές προτάσεις αναφορικά με την όλη εκστρατεία αποσιώπησης της υπόθεσης του Dunford. Ο Wills μου απάντησε: ‘ας μην ταράξουμε τα νερά’.
Στις 21 Ιουλίου 2003, επιθυμώντας να ενημερωθώ για την πρόοδο σχετικά με την υπόθεση Wood, μίλησα εκ νέου στο τηλέφωνο με τον Wills. Μου ζήτησε να του αποστείλω την αλληλογραφία μου με τον Saunders. Θεώρησα παράξενο το ότι δεν την είχε και ο ίδιος, αλλά απέφυγα να του το επισημάνω. Μου απάντησε ως εξής:
‘Αγαπητέ Bill,
επιβεβαιώνεται με το παρόν ότι έχουμε στην κατοχή μας [με άλλα λόγια ‘σε ευχαριστούμε που μας ενημέρωσες’!] το έγγραφό σου για τον James Wood. Έχουμε κάνει κάποια πρόοδο αναφορικά με την εύρεση ενός γραφείου τελετών προκειμένου να ταυτοποιηθούν τα απομεινάρια της σορού στην υπόθεση την οποία αναφέρεις. Έχουμε επιμείνει προκειμένου το γραφείο να προβεί στην εκταφή, εν τούτοις δεν έχει σταθεί δυνατό να κανονιστεί μια αμοιβαία βολική ημερομηνία με τον ιδιοκτήτη. Η τελευταία μας αλληλογραφία σχετικά με το ζήτημα ήταν στις 10 Οκτωβρίου 2002. Παρακαλώ να μείνεις ήσυχος ότι οι προσπάθειές μας συνεχίζονται.
Σε ευχαριστώ για τις ερωτήσεις σου.
Ειλικρινά,
John Wills’
Συμπερασματικά
Μπορώ μόνο να ελπίζω ότι ο David Wood αναπαύεται τώρα όπως του αρμόζει και ότι η Πρεσβεία έχει κάνει τη δουλειά της αποτελεσματικά. Όσο για τις υπόλοιπες πτυχές της υπόθεσης σχετικά με τον αλλόκοτο φόνο του Ταξιάρχου Saunders, υπάρχει ακόμα αρκετή φημολογία. Δεν επιθυμώ, εν τούτοις, να αναλωθώ σε εικασίες σχετικά με την όλη φρικτή υπόθεση, αν και έχω ασφαλώς τις προσωπικές μου απόψεις.
Ουίλλιαμ Μάλλινσον
Aθήνα, 12 Ιουνίου 2025.
[1] Βλ., για παράδειγμα, Ekathimerini, 8 Ιουνίου 2025.
[2] Σύμφωνα με το σατιρικό βρετανικό περιοδικό, Private Eye.
[3] Τον συνάντησα στο γραφείο του στις 12 Δεκεμβρίου 2003. Στις 9 Φεβρουαρίου 2004, η γραμματέας του με ενημέρωσε τηλεφωνικά ότι δεν είχε σταθεί δυνατό να εντοπίσουν την επιστολή. Με τρόπο ασυνήθιστο, είχε διοριστεί στη θέση αυτή μετά από θητεία με το βαθμό του Πρέσβη στο ελληνικό διπλωματικό σώμα.
[4] https://embassymagazine.com/envoys-pay-tribute-to-fco-official/, 20 Μαΐου 2019.
[5] Proto Thema, 25 Δεκεμβρίου 2005.
[6] Mallinson, William, The Real Story of the Relationship between Britain and Greece, Cambridge Scholars Publishing, Newcastle-upon-Tyne, 2024, σ. 81-3. Επίδης δημοσιευμένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαζήση. Βλ. επίσης Cyprus, A Modern History, I.B. Tauris και Bloomsbury Academic, 2005 και 2009, σ. 121-2. Επίσης δημοσιευμένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαζήση.
More Stories
Βόλος: Στο Αυτόφωρο για μέθη ηθοποιός θεατρικής παράστασης
Συγκλονιστικό βίντεο με τη σύγκρουση μιας Porsche με BMW που πήραν φωτιά
Γαύδος: Νέα επιχείρηση διάσωσης 520 μεταναστών στο Λιβυκό πέλαγος